dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
άνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
höher
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ανώτερος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
höher
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
υπέρταση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
hoher Blutdruck
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
θαλασσοταραχή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
hoher Seegang
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
μεσημεριάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hoher Tag sein
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ύπατος εκπρόσωπος για την ΚΕΠΠΑ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Hoher Vertreter für die GASP
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μεγαλώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
höher werden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ανώτερο στέλεχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
höhere Führungskraft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
υψηλότερο αγαθό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
höhere Gut
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μεταρσιώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
höhere Sphären erreichen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
υψηλότερος κατά μία βαθμίδα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nächsthöher
Ⓦ
Ⓖ
…