dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
πριν
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bevor
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
προτού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bevor
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ρήμα
κηδεμονεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bevormunden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
πατρονάρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bevormunden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παρέχω προνόμια σε κάποιον
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bevorrechtigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παρέχω προνόμιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bevorrechtigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
επικρέμαμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bevorstehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
επικείμενος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bevorstehend
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
προτιμώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bevorzugen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξεχωρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bevorzugen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ευνοώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bevorzugen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
προκρίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bevorzugen
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
διακεκριμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bevorzugt
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
προτίμηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bevorzugung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ξεχώρισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bevorzugung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
πρόκειται να
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
es steht bevor
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μέλλεται να
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
es steht bevor
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
επίκειται
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
es steht bevor
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μέλλεται
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
es steht bevor
Ⓦ
Ⓖ
…