dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
καλύτερος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
besser
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
καλύτερα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
besser
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
πιο καλός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
besser
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
κάλλιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
besser
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
καλυτερεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
besser werden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
διορθώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bessern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
βελτίωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Besserung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ανάρρωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Besserung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
καλυτέρευση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Besserung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
εξυπνάκιας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Besserwisser
Ⓦ
Ⓖ
…
!
όλο και καλύτερο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
immer besser
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
τόσο το καλύτερο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
um so besser
Ⓦ
Ⓖ
…