dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
δισταγμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Zögern
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
διστάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zögern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αργώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zögern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αναποφασιστικότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Zögern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αμφιταλαντεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zögern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βραδύνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zögern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διστακτικότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Zögern
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
ροκανίζω το χρόνο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hinauszögern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βραδύνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich hinauszögern
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
επιβραδύνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verzögern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καθυστερώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verzögern
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
τρενάρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verzögern
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αργοπορώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verzögern
Ⓦ
Ⓖ
…
διστακτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zögernd
Ⓦ
Ⓖ
…