dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
καταπίστευση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Treuhand
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
ο
καταπιστευματούχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Treuhänder
Ⓦ
Ⓖ
…
!
επιχείρηση παροχής χρηματοοικονομικών συμβουλών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Treuhandgesellschaft
Ⓦ
Ⓖ
…
καταπιστευτικός λογαριασμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Treuhandkonto
Ⓦ
Ⓖ
…
!
συμβούλιο κηδεμονιών του ΟΗΕ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Treuhandrat UNO
Ⓦ
Ⓖ
…