dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
κατασκοπεία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Spionage
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
κατασκοπία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Spionage
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
αντικατασκοπία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gegenspionage
Ⓦ
Ⓖ
…
!
βιομηχανική κατασκοπεία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Industriespionage
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
κατασκοπευτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Spionage-
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
αντικατασκοπία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Spionageabwehr
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
δορυφόρος παρακολούθησης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Spionagesatellit
Ⓦ
Ⓖ
…