dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
σκαπάνη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Spaten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
φτυάρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Spaten
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
νυχτώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich bis in die Nacht verspäten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
μεσημεριάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich bis Mittag verspäten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αργώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich verspäten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αργοπορώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich verspäten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
υστερώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich verspäten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καθυστερώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich verspäten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
καθυστερημένη ανάπτυξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Spätentwicklung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καθυστερώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verspäten
Ⓦ
Ⓖ
…