dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
πληθυντικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Plural
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
αιτιατική πληθυντικού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Akkusativ Plural
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
πλουραλισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Pluralismus
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πολυαρχία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Pluralismus
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
πολυφωνικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
pluralistisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
πλουραλιστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
pluralistisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
πολυαρχικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
pluralistisch
Ⓦ
Ⓖ
…