dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
οπτική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Optik
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
οπτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Optiker
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
οπτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Optikerin
Ⓦ
Ⓖ
…