dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
μέτρο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Maßregel
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
αναμορφωτικό μέτρο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Erziehungsmaßregel
Ⓦ
Ⓖ
…