dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
επέμβαση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Intervention
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
παρέμβαση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Intervention
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
χρηματοδοτική παρέμβαση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
finanzielle Intervention
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αγορά παρέμβασης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Interventionsankauf
Ⓦ
Ⓖ
…
!
απόθεμα παρέμβασης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Interventionsbestände
Ⓦ
Ⓖ
…
!
παρεμβατική πολιτική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Interventionspolitik
Ⓦ
Ⓖ
…
τιμή παρέμβασης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Interventionspreis
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ποσοστό παρέμβασης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Interventionssatz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
οργανισμός παρέμβασης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Interventionsstelle
Ⓦ
Ⓖ
…
παρέμβαση στην αγορά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Marktintervention
Ⓦ
Ⓖ
…