dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
λαιμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gurgel
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
η
γαργάρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gurgeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
γαργαρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gurgeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
γαργάρισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gurgeln
Ⓦ
Ⓖ
…