dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ανάρρωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Genesung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αποθεραπεία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Genesung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίθετο
αναρρωτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Genesungs-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
αναρρωτήριο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Genesungsheim
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αναρρωτική άδεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Genesungsurlaub
Ⓦ
Ⓖ
…