dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
εκκόλαψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Brüten
Ⓦ
Ⓖ
…
επώαση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Brüten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
κλώσημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Brüten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κλωσώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
brüten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
επωάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
brüten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κυοφορώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
brüten
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
επώαση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Ausbrüten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εκκολάπτω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausbrüten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
επωάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausbrüten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κλωσώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausbrüten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σκαρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausbrüten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μηχανεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausbrüten
Ⓦ
Ⓖ
…