dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
απόπειρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Attentat
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
απόπειρα δολοφονίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Attentat
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
δολοφονία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Attentat
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
ο
δολοφόνος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Attentäter
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
δολοφόνος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Attentäterin
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
απόπειρα με βόμβα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Bombenattentat
Ⓦ
Ⓖ
…
!
απόπειρα ανθρωποκτονίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Mordattentat
Ⓦ
Ⓖ
…
!
απόπειρα αυτοκτονίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Selbstmordattentat
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
βομβιστική απόπειρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Sprengstoffattentat
Ⓦ
Ⓖ
…