dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
παραλλαγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Abwechslung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
εναλλαγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Abwechslung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
περιτροπή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Abwechslung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ψυχαγωγία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Abwechslung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Επίθετο
ποικιλόμορφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abwechslungsreich
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ποικιλομορφία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Abwechslungsreichtum
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
για αλλαγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zur Abwechslung
Ⓦ
Ⓖ
…