dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ώριμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
reif
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ώριμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausgereift
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ώριμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erwachsen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Επίθετο
ανώριμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
infantil
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
υπερώριμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überreif
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ανώριμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unausgegoren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ανώριμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unausgereift
Ⓦ
Ⓖ
…
ανώριμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unreif
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
γνώριμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vertraut
Ⓦ
Ⓖ
…