dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
φραγμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Barriere
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
φραγμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Sperre
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
φραγμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schranke
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
ο
ηθικός φραγμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Gewissenszwang
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
εμπορικός φραγμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Handelsbarriere
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
φραγμός πυρός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Sperrfeuer
Ⓦ
Ⓖ
…