dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
συμφέρον
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Interesse
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
συμφέρον
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Eigeninteresse
Ⓦ
Ⓖ
…
συμφέρον
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vorteilhaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
συμφέρον
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Belang
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
συμφέρον
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Vorteil
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
το
γενικό συμφέρον
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Allgemeininteresse
Ⓦ
Ⓖ
…
γενικό συμφέρον
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Allgemeinwohl
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
συμφεροντολογία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Eigennutz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
συμφεροντολόγος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eigennützig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
συμφεροντολογικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eigennützig
Ⓦ
Ⓖ
…
δημόσιο συμφέρον
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Gemeinwohl
Ⓦ
Ⓖ
…
!
συλλογικό συμφέρον
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
öffentliches Interesse
Ⓦ
Ⓖ
…
!
έννομο συμφέρον
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Rechtsschutzinteresse
Ⓦ
Ⓖ
…