dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
ο
σπόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Keim
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
σπόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Keimkorn
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
σπόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
σπόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Same
Ⓦ
Ⓖ
…
!
σπόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Samen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Βόσπορος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Bosporus
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
σπόρος σιτηρών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Getreidekorn
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
λιναρόσπορος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Leinsamen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
σπόρος για σπορά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Saatgut
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
σπόρος σιναπιού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Senfkorn
Ⓦ
Ⓖ
…