dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
σπορά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Saat
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
σπορά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Aussaat
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
διασπορά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Diaspora
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διασπορά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Dispersion
Ⓦ
Ⓖ
…
!
σποραδικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gelegentlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
σπόρος για σπορά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Saatgut
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
σποραδικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sporadisch
Ⓦ
Ⓖ
…
διασπορά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Streuung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διασπορά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verbreitung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
διασπορά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Zerstreuung
Ⓦ
Ⓖ
…