dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
σοφός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
weise
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
σοφός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Weise
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίθετο
θυμόσοφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abgeklärt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
πάνσοφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
allwissend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
θυμόσοφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gereift
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
θυμόσοφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gesetzt
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
φιλόσοφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Philosoph
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
φιλόσοφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Philosophin
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
θυμόσοφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
philosophisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
άσοφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unklug
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
θυμόσοφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
weise
Ⓦ
Ⓖ
…