dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
προσόν
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Qualifikation
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
προσόν
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Fähigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
προσόν
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gabe
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
προσόν
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Vorzug
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
τα
προσόντα για το δικαστικό λειτούργημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Richteramtsbefähigung
Ⓦ
Ⓖ
…
παρωχημένο προσόν
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überholte Berufsqualifikationen
Ⓦ
Ⓖ
…