dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
πιθανότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Wahrscheinlichkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
πιθανότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Möglichkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
πιθανότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Zufall
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πιθανότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Chance
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
πιθανότητα εφαρμογής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Anwendungsmöglichkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
πιθανότητα επέμβασης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Eingriffsmöglichkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πιθανότητα κέρδους
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gewinnchance
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
κατά πάσα πιθανότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
höchstwahrscheinlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πιθανότητα βροχής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Regenwahrscheinlichkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πιθανότητα μεταβολής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Variationsmöglichkeit
Ⓦ
Ⓖ
…