dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
πειρατής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Pirat
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
πειρατής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Seeräuber
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
ο
αεροπειρατής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Flugzeugentführer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ληστοπειρατής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Freibeuter
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ραδιοπειρατής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Leiter eines Piratensenders
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
αεροπειρατής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Luftpirat
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
πειρατής λογισμικού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Raubkopierer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
πειρατής λογισμικού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Raubkopiererin
Ⓦ
Ⓖ
…