dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
οικιακός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
häuslich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
οικιακός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Haus-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
οικιακός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Haushalts-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
οικιακός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
heimisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
ο
οικιακός βοηθός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Hausangestellte
Ⓦ
Ⓖ
…
!
οικιακός βοηθός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Hausgehilfe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
οικιακός βοηθός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Haushaltshilfe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
οικιακός υπολογιστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Heimcomputer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
οικιακός κινηματογράφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Heimkino
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αποικιακός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kolonial-
Ⓦ
Ⓖ
…