dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
νωπός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
feucht
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
νωπός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
frisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
ο
στενωπός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Engpass
Ⓦ
Ⓖ
…
!
νωπός καρπός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Frischobst
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
στενωπός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gasse
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
κιτρινωπός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gelblich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
πρασινωπός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
grünlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αρρενωπός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
männlich
Ⓦ
Ⓖ
…