dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
μηχανολόγος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Ingenieur
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
μηχανολόγος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ingenieurin
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
μηχανολόγος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Maschinenbauingenieur
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
ο
μηχανολόγος μηχανικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Maschinenbau-Ingenieur
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
μηχανολόγος μηχανικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Maschinenbau-Ingenieurin
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
μηχανολόγος μηχανικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Maschinenbauingenieur
Ⓦ
Ⓖ
…