dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
λαϊκός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das Volk betreffend
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
λαϊκός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
volkstümlich
Ⓦ
Ⓖ
…
λαϊκός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zum Volk gehörend
Ⓦ
Ⓖ
…
λαϊκός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zum Volk gehörig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
λαϊκός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Laie
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
λαϊκός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
säkular
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
λαϊκός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Volks-
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίθετο
παλλαϊκός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
allgemein
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
πετρελαϊκός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Erdöl-
Ⓦ
Ⓖ
…
λαϊκός δικαστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Laienrichter
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
φιλολαϊκός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
populistisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
λαϊκός δικαστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Schöffe
Ⓦ
Ⓖ
…
λαϊκός (μη θρησκευτικός) χαρακτήρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Trennung von Kirche und Staat
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αντιλαϊκός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unpopulär
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
παλλαϊκός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Volks-
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
λαϊκός ήρωας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Volksheld
Ⓦ
Ⓖ
…