dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
εφαρμόζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anwenden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εφαρμόζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anpassen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εφαρμόζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einpassen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εφαρμόζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anbringen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εφαρμόζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
applizieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εφαρμόζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausüben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εφαρμόζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hineinpassen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εφαρμόζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
passen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εφαρμόζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verzahnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εφαρμόζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
durchführen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ρήμα
εφαρμόζω πρακτική ντάμπινγκ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Dumping betreiben
Ⓦ
Ⓖ
…