dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
επαγγελματικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beruflich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
επαγγελματικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
professionell
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
επαγγελματικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Berufs-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
επαγγελματικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Profi-
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
επαγγελματικός βίος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Arbeitsleben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
επαγγελματικός κλάδος της πληροφόρησης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Beruf in der Informationsbranche
Ⓦ
Ⓖ
…
!
επαγγελματικός στρατός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Berufsarmee
Ⓦ
Ⓖ
…
επαγγελματικός προσανατολισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Berufsberatung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
επαγγελματικός τίτλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Berufsbezeichnung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
επαγγελματικός συνεταιρισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Berufsgenossenschaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
επαγγελματικός σύλλογος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Berufskammer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
επαγγελματικός κίνδυνος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Berufsrisiko
Ⓦ
Ⓖ
…
επαγγελματικός αθλητισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Berufssport
Ⓦ
Ⓖ
…
!
επαγγελματικός σύνδεσμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Berufsverband
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
επαγγελματικός τομέας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Berufszweig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
επαγγελματικός χώρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gewerbefläche
Ⓦ
Ⓖ
…
!
επαγγελματικός χώρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Gewerbegebiet
Ⓦ
Ⓖ
…
!
επαγγελματικός κλάδος του τομέα της υγείας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
medizinischer Beruf
Ⓦ
Ⓖ
…