dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
εισβολή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Anfall
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
εισβολή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Einfall
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
εισβολή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Invasion
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
εισβολή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Mündung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
εισβολή ψύχους
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kälteeinbruch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εισβολή χειμώνα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Wintereinbruch
Ⓦ
Ⓖ
…