dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
δεύτερος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zweite
Ⓦ
Ⓖ
…
Αριθμός
δεύτερος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sekundär
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
δεύτερος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zweiter
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Αριθμός
δεύτερος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zweites
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
δεύτερος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zweitrangig
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
δεύτερος πιλότος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kopilot
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
δεύτερος κλάδος σπουδών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Nebenfach
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
δεύτερος ρόλος κ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Nebenrolle
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
δεύτερος ρόλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Nebenrolle
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
δεύτερος στο παγκόσμιο πρωτάθλημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Vizeweltmeister
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
δεύτερος μεγαλύτερος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zweitälteste
Ⓦ
Ⓖ
…
Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Zweiter Weltkrieg
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
δεύτερος μεγαλύτερος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zweitgrößte
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
δεύτερος νεώτερος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zweitjüngste
Ⓦ
Ⓖ
…