dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
αρπακτικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Prädator
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
αρπακτικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Räuber
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίθετο
αρπακτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Greif-
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
αρπακτικό πτηνό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Greifvogel
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
αρπακτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Raub-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
αρπακτικό ζώο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Räuber
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
αρπακτικό ψάρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Raubfisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
αρπακτικότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Raubgier
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
αρπακτικό αιλουροειδές
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Raubkatze
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αρπακτικότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Raubsucht
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
αρπακτικό ζώο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Raubtier
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
αρπακτικό πτηνό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Raubvogel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αρπακτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
reißend
Ⓦ
Ⓖ
…