dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
το
απόκομμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Abschnitt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
απόκομμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Auszug
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
απόκομμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Coupon
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
απόκομμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Ausschnitt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
απόκομμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Bruchstück
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
απόκομμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kupon
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
τα
αποκόμματα χαρτιού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Makulatur
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
απόκομμα εφημερίδας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Zeitungsausschnitt
Ⓦ
Ⓖ
…