dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
αποφασιστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
entscheidend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αποφασιστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausschlaggebend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αποφασιστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bestimmend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αποφασιστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
entschlossen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αποφασιστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
resolut
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
ο
αποφασιστικός παράγων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Entscheidungskriterium
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αποφασιστικός αγώνας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Entscheidungsspiel
Ⓦ
Ⓖ
…