dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
συγκόλληση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Schweißen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
συγκόλληση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Agglutination
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
συγκόλληση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Löten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
συγκόλληση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Zusammenkleben
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)