dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
αντικαθιστώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ablösen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
ξεκόλλημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Ablösen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ξεκολλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ablösen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εξοφλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ablösen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βγάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ablösen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αφαιρώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ablösen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
αποσπώμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich ablösen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ξεκολλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich ablösen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εναλλάσσομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich ablösen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σκαντζάρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Wache ablösen
Ⓦ
Ⓖ
…