dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
συνεταιρισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Assoziation
Ⓦ
Ⓖ
…
συνεταιρισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Genossenschaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
συνεταιρισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Teilhaberschaft
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
ο
οικοδομικός συνεταιρισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Baugenossenschaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
επαγγελματικός συνεταιρισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Berufsgenossenschaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ευρωπαϊκός συνεταιρισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
europäische Genossenschaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αλιευτικός συνεταιρισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Fischereigenossenschaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
δασικός συνεταιρισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
forstwirtschaftlicher Zusammenschluss
Ⓦ
Ⓖ
…
!
κυνηγετικός συνεταιρισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Jagdgenossenschaft
Ⓦ
Ⓖ
…
καταναλωτικός συνεταιρισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Konsumgenossenschaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
πιστωτικός συνεταιρισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kreditgenossenschaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
γεωργικός συνεταιρισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
landwirtschaftliche Genossenschaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
στεγαστικός συνεταιρισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Wohngenossenschaft
Ⓦ
Ⓖ
…