dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
βαφή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Farbstoff
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
χρωστική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Farbstoff
Ⓦ
Ⓖ
…
!
χρωστική ουσία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Farbstoff
Ⓦ
Ⓖ
…
!
χρωστική ύλη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Farbstoff
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
βιομηχανία χρωστικών ουσιών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Farbstoffindustrie
Ⓦ
Ⓖ
…
!
συνθετική χρωστική ουσία τροφίμων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
künstlicher Lebensmittelfarbstoff
Ⓦ
Ⓖ
…
χρωστική ουσία τροφίμων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Lebensmittelfarbstoff
Ⓦ
Ⓖ
…
!
φυσική χρωστική ουσία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
natürlicher Lebensmittelfarbstoff
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
φυτική χρωστική ουσία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Pflanzenfarbstoff
Ⓦ
Ⓖ
…