dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ορμώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich stürzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ρίχνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich stürzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αμολιέμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich stürzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
γκρεμίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich stürzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξαμολιέμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich stürzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξεχύνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich stürzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πέφτω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich stürzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πλακώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich stürzen
Ⓦ
Ⓖ
…