dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
χέζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
scheißen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
αφόδευση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Scheißen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
χέσιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Scheißen
Ⓦ
Ⓖ
…