dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
τάση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Tendenz
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
τάση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Spannung
Ⓦ
Ⓖ
…
τάση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Hang
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
τάση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Strecken
Ⓦ
Ⓖ
…
τάση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Trend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
τάση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ausdehnung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
τάση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Neigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
τάση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Stress
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)