dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
σφίξιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Festziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
σφίξιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Anspannen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
σφίξιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Anziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
σφίξιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Befestigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
σφίξιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Druck
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
σφίξιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Umschlingung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
σφίξιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Zusammendrücken
Ⓦ
Ⓖ
…