dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
βολιδοσκόπηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Ausloten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βολιδοσκοπώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausloten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βυθομετρώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausloten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξαγορεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausloten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σταθμίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausloten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
στάθμιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Ausloten
Ⓦ
Ⓖ
…