dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
περικοπή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kürzung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
θρησκ.
η
περικοπή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Perikope
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
περικοπή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verkürzung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
περικοπή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Ausschnitt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
περικοπή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Beschneidung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
περικοπή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Einschränkung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)