dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
μαρασμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Verwelken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μαραγκιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verwelken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μαραζώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verwelken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μαραίνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verwelken
Ⓦ
Ⓖ
…