dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
λειτουργικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einsatzbereit
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
λειτουργικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zweckmäßig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
λειτουργικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
funktional
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
λειτουργικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
funktionell
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
λειτουργικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sachlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
λειτουργικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Betriebs-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
λειτουργικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Gottesdienst-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
λειτουργικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
operativ
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
λειτουργικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
praktisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
λειτουργικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
betrieblich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
λειτουργικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
liturgisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)