dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
κρίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
urteilen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αποφασίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
urteilen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
δικάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
urteilen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)