dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
κατατάσσω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mustern
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κατατάσσω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
qualifizieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κατατάσσω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anwerben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κατατάσσω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einordnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κατατάσσω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ordnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κατατάσσω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zuordnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κατατάσσω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
klassifizieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)